Το "roto" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈro.to/
Η λέξη "roto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει υποστεί ζημιά ή είναι σπασμένο. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε πολλές χώρες που μιλούν ισπανικά, όπως Χιλή, Αργεντινή, Περού, Εκουαδόρ, και Μεξικό. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και στο γραπτό πλαίσιο.
"El jarrón está roto."
"Η γλάστρα είναι σπασμένη."
"No puedo usar estos zapatos, están rotos."
"Δεν μπορώ να φορέσω αυτά τα παπούτσια, είναι κατεστραμμένα."
"Ten cuidado, ese puente está roto."
"Πρόσεξε, αυτή η γέφυρα είναι σπασμένη."
Η λέξη "roto" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
"Estar roto de amor"
"Να είσαι κατεστραμμένος από έρωτα."
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ πληγωμένος συναισθηματικά.
"Roto de risa"
"Σπασμένος από γέλιο."
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος γελάει πολύ δυνατά.
"El corazón roto"
"Η καρδιά σπασμένη."
Μια ιδιωματική φράση που αναφέρεται σε κάποιον που έχει βιώσει μια επώδυνη ρομαντική απογοήτευση.
"Hablar roto"
"Μιλάω σπαστά."
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος μιλάει μια γλώσσα που δεν κατέχει καλά.
Η λέξη "roto" προέρχεται από το ρήμα "romper", που σημαίνει "σπάω" ή "καταστρέφω".
Συνώνυμα: - quebrado - fracturado - estropeado
Αντώνυμα: - entero - intacto - firme
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "roto" και τη χρήση της στη γλώσσα ισπανικά.