Ρήμα (συχνά χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό)
/ˈro.tor/
Η λέξη "rotor" αναφέρεται σε ένα περιστροφικό μέρος μιας μηχανής ή ενός συστήματος που είναι υπεύθυνο για την παραγωγή κίνησης ή την εφαρμογή δυνάμεων. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η αεροναυτική, η ηλεκτρονική, και η στρατιωτική τεχνολογία. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι αρκετά υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά ή μηχανικά συμφραζόμενα.
Ο ρότορας του ελικοπτέρου είναι θεμελιώδης για την πτήση του.
El ingeniero revisó el rotor del motor para asegurarse de su buen funcionamiento.
Ο μηχανικός εξέτασε τον ρότορα της μηχανής για να διασφαλίσει τη σωστή λειτουργία του.
El diseño del rotor está optimizado para reducir el ruido en el funcionamiento.
Ο όρος "rotor" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη συνηθισμένη γλώσσα, αλλά χρησιμοποιείται σε τεχνικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, οι εκφράσεις που μπορεί να βρεθούν περιλαμβάνουν:
Π.χ. "Después de tanto café, estoy como un rotor."
"Rotor de la vida"
Η λέξη "rotor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "rotare", που σημαίνει "να περιστρέφω".
Συνώνυμα: - Στροφείο - Περιστρεφόμενος μηχανισμός
Αντώνυμα: - Στατικός - Ακίνητος