rotura - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

rotura (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα (ουσιαστικό)

Φωνητική μεταγραφή

/roˈtuɾa/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "rotura" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε μια κατάσταση ή διαδικασία όπου κάτι σπάει ή διαλύεται, προκαλώντας ρήξη ή καταστροφή. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ποικιλία συμφραζομένων, όπως ιατρικά (π.χ. η ρήξη ενός οργάνου), νομικά (π.χ. ρήξη συμβολαίου), ή ακόμα και καθημερινές εκφράσεις.

Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά εμφανίζεται συχνότερα σε τεχνικά ή ιατρικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La rotura del vidrio causó muchos problemas.
    (Η ρήξη του γυαλιού προκάλεσε πολλά προβλήματα.)

  2. El médico diagnosticó una rotura en el hueso.
    (Ο γιατρός διέγνωσε μια ρήξη στο κόκαλο.)

  3. La rotura del contrato fue inesperada.
    (Η ρήξη της σύμβασης ήταν απροσδόκητη.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "rotura" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:

  1. Sufrir una rotura de corazón
    (Υποφέρω από ρήξη καρδιάς) - Αναφέρεται σε συναισθηματική απογοήτευση ή πόνο από μια ερωτική αποτυχία.

  2. Estar en la rotura
    (Είμαι σε ρήξη) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση σύγκρουσης ή διαφωνίας.

  3. Romper la rotura
    (Σπάω τη ρήξη) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προσπάθεια να αναιρέσει κανείς μια διαφωνία ή να αποκατασταθεί μια σχέση.

  4. La rotura de la rutina
    (Η ρήξη της ρουτίνας) - Αναφέρεται σε αλλαγές ή διαταραχές σε καθημερινές συνήθειες.

  5. Rotura de la amistad
    (Ρήξη της φιλίας) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αποσύνθεση μιας φιλικής σχέσης.

Ετυμολογία

Η λέξη "rotura" προέρχεται από το ρήμα "romper", το οποίο σημαίνει "σπάζω". Προήλθε από τη Λατινική λέξη "rumptura", που επίσης σχετίζεται με την έννοια της ρήξης και του σπασίματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ruptura - quiebre - fractura

Αντώνυμα: - unión (ένωση) - conexión (σύνδεση)



22-07-2024