Rubia είναι ουσιαστικό (feminine noun).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /ˈruβja/
Η λέξη "rubia" στα Ισπανικά αναφέρεται κυρίως σε γυναίκες με ξανθά ή ανοιχτόχρωμα μαλλιά. Σε διαδικασίες βοτανολογίας, μπορεί να αναφέρεται σε το όνομα ενός φυτού, όπως η "Rubia tinctorum". Η χρήση της είναι κοινή και συχνά αναφέρεται σε κομμωτικές ή κοινωνικές περιγραφές στην καθημερινή γλώσσα. Εμφανίζεται συχνότερα στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτές περιγραφές.
Ella es la rubia más bonita de la fiesta.
Είναι η πιο όμορφη ξανθιά του πάρτι.
Me gustan las rubias, tienen un no sé qué especial.
Μ'αρέσουν οι ξανθές, έχουν κάτι ιδιαίτερο.
La rubia que llevó un vestido azul llamó la atención de todos.
Η ξανθιά που φόρεσε το μπλε φόρεμα τράβηξε την προσοχή όλων.
Η λέξη "rubia" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Rubia como el oro.
Ξανθιά σαν τον χρυσό.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ομορφιά ή την λάμψη κάποιου.)
Buscar la rubia.
Ψάχνω την ξανθά.
(Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό ενός ατόμου ή μιας ιδέας που είναι δύσκολο να βρεις.)
Estar con una rubia.
Είμαι με μια ξανθιά.
(Σημαίνει ότι κάποιος βρίσκεται σε σχέση ή κοινωνική αλληλεπίδραση με μια ξανθιά γυναίκα.)
Η λέξη "rubia" προέρχεται από την λατινική λέξη "rubeus", που σημαίνει "ερυθρός" ή "ξανθός". Η ρίζα της συνδέεται με την αλλαγή του χρώματος του μαλλιού.
Συνώνυμα: - Rubia (ως ξανθιά) - Clara (ανοιχτόχρωμη)
Αντώνυμα: - Morena (μελαχρινή) - Negra (μαύρη)
Η λέξη "rubia" έχει πολύπλευρη χρήση και σημασία στη γλώσσα, αγγίζοντας διαφορετικούς τομείς όπως η ιατρική, η κοινωνική γλώσσα και η βοτανική.