Η λέξη "rubor" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "rubor" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ruˈβoɾ/
Η λέξη "rubor" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "έξαψη", "κοκκίνισμα" ή "ερύθημα" (ιδιαίτερα στον ιατρικό τομέα).
Η λέξη "rubor" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται συχνά σε κατάσταση ερυθήματος, δηλαδή στο κοκκίνισμα του δέρματος που μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες όπως φλεγμονές, αλλεργικές αντιδράσεις ή αύξηση της ροής του αίματος σε μια περιοχή. Χρησιμοποιείται συχνά στο ιατρικό πλαίσιο αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γενικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στη γραπτή γλώσσα, ιδίως σε ιατρικά κείμενα.
El rubor en su rostro indicaba su vergüenza.
(Η έξαψη στο πρόσωπό της υποδήλωνε την ντροπή της.)
El médico observó un rubor en la piel del paciente.
(Ο γιατρός παρατήρησε ένα ερύθημα στο δέρμα του ασθενούς.)
El rubor puede ser síntoma de una reacción alérgica.
(Η έξαψη μπορεί να είναι σύμπτωμα αλλεργικής αντίδρασης.)
Η λέξη "rubor" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με συναισθηματικές καταστάσεις ή ιατρικές περιγραφές:
Sentir rubor por algo indebido
(Νιώθω ντροπή για κάτι ακατάλληλο.)
El rubor del éxito
(Η έξαψη της επιτυχίας.)
Hacer rubor a alguien
(Κάνω κάποιον να ντραπεί.)
Perder el rubor ante un elogio
(Χάνω την έξαψη μπροστά σε ένα κοπλιμέντο.)
Η λέξη "rubor" προέρχεται από τα λατινικά "rubor", που σημαίνει "κοκκινομάτσο" ή "κοκκίνισμα".