rubor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

rubor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "rubor" είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "rubor" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ruˈβoɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "rubor" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "έξαψη", "κοκκίνισμα" ή "ερύθημα" (ιδιαίτερα στον ιατρικό τομέα).

Σημασία και χρήση

Η λέξη "rubor" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται συχνά σε κατάσταση ερυθήματος, δηλαδή στο κοκκίνισμα του δέρματος που μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες όπως φλεγμονές, αλλεργικές αντιδράσεις ή αύξηση της ροής του αίματος σε μια περιοχή. Χρησιμοποιείται συχνά στο ιατρικό πλαίσιο αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γενικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στη γραπτή γλώσσα, ιδίως σε ιατρικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El rubor en su rostro indicaba su vergüenza.
    (Η έξαψη στο πρόσωπό της υποδήλωνε την ντροπή της.)

  2. El médico observó un rubor en la piel del paciente.
    (Ο γιατρός παρατήρησε ένα ερύθημα στο δέρμα του ασθενούς.)

  3. El rubor puede ser síntoma de una reacción alérgica.
    (Η έξαψη μπορεί να είναι σύμπτωμα αλλεργικής αντίδρασης.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "rubor" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με συναισθηματικές καταστάσεις ή ιατρικές περιγραφές:

  1. Sentir rubor por algo indebido
    (Νιώθω ντροπή για κάτι ακατάλληλο.)

  2. El rubor del éxito
    (Η έξαψη της επιτυχίας.)

  3. Hacer rubor a alguien
    (Κάνω κάποιον να ντραπεί.)

  4. Perder el rubor ante un elogio
    (Χάνω την έξαψη μπροστά σε ένα κοπλιμέντο.)

Ετυμολογία

Η λέξη "rubor" προέρχεται από τα λατινικά "rubor", που σημαίνει "κοκκινομάτσο" ή "κοκκίνισμα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024