Το "ruborizar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (International Phonetic Alphabet): /ru.βo.ɾiˈθaɾ/ (Ισπανικά, από την Ισπανία) ή /ru.βo.ɾiˈzaɾ/ (στα περισσότερα άλλα ισπανόφωνα κράτη).
Η λέξη "ruborizar" σημαίνει να προκαλείς ή να υφίστασαι κοκκινίλα, δηλαδή να γίνει το πρόσωπο ή το δέρμα ερυθρό. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση όπου ένα άτομο κοκκινίζει, ιδίως από ντροπή ή από φυσική αντίδραση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις όπου οι συναισθηματικές αντιδράσεις είναι προφανείς.
Αυτός άρχισε να κοκκινίζει όταν το κορίτσι του μίλησε.
Me ruborizo cada vez que tengo que hablar en público.
Κοκκινίζω κάθε φορά που πρέπει να μιλήσω δημόσια.
Es normal ruborizarse en situaciones incómodas.
Η λέξη "ruborizar" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν παραδείγματα:
Δε μπορώ να αποφύγω να κοκκινίζω όταν με κολακεύουν.
A veces, el ruborizarse es una señal de vergüenza.
Μερικές φορές, το να κοκκινίζεις είναι σημάδι ντροπής.
Ruborizarse no es algo malo; muestra que eres humano.
Το να κοκκινίζεις δεν είναι κάτι κακό; Δείχνει ότι είσαι άνθρωπος.
Cuando le dije que me gustaba, se ruborizó de inmediato.
Όταν του είπα ότι μου άρεσε, κοκκίνησε αμέσως.
Ruborizarse es una reacción natural ante la timidez.
Η λέξη "ruborizar" προέρχεται από την λατινική λέξη "rubor", που σημαίνει "κοκκινίλα" ή "ερυθρότητα". Ενδέχεται να έχει επηρεαστεί στη δημιουργία της και από άλλες ρίζες που σχετίζονται με την έννοια του κοκκινίσματος.
Συνώνυμα: - enrojecer - sonrojar
Αντώνυμα: - palidecer (χάνω το χρώμα, ωχρινώ)