Ρήμα.
/ruboɾiˈzaɾse/
Η λέξη "ruborizarse" αναφέρεται στην πράξη του να κοκκινίσουμε, συνήθως από ντροπή ή από συγκίνηση. Χρησιμοποιείται ευρέως και στους δύο τομείς, τον προφορικό και τον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε προφορικές συζητήσεις, όπου οι άνθρωποι περιγράφουν συναισθηματικές αντιδράσεις.
Ella se ruboriza cuando le hacen un cumplido.
(Αυτή κοκκινίζει όταν της κάνουν ένα κομπλιμέντο.)
Siempre me ruborizo al hablar en público.
(Πάντα κοκκινίζω όταν μιλάω δημοσίως.)
Es normal ruborizarse en situaciones embarazosas.
(Είναι φυσιολογικό να κοκκινίζεις σε αμήχανες καταστάσεις.)
Η λέξη "ruborizarse" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με συναισθηματικές καταστάσεις που προκαλούν ντροπή.
No hay motivo para ruborizarse.
(Δεν υπάρχει λόγος να κοκκινίζεις.)
Me ruboriza pensar en lo que sucedió.
(Με κάνει να κοκκινίζω μόνο να σκεφτώ τι συνέβη.)
Ruborizarse es una reacción natural.
(Το να κοκκινίζεις είναι μια φυσική αντίδραση.)
Η λέξη προέρχεται από το "rubor", που σημαίνει «κοκκίνισμα» ή «ντροπή» στα λατινικά, και το κατάληκτο "-izarse", που υποδηλώνει τη διαδικασία ή τη μετατροπή σε κάτι.
Συνώνυμα: - enrojecerse (να κοκκινίζει) - sonrojarse (να κοκκινίζει, να ντροπιάζεται)
Αντώνυμα: - calmarse (να ηρεμεί) - desinhibirse (να απελευθερώνεται, να είναι άνετος)