Η λέξη “rubro” είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης “rubro” στα Ισπανικά είναι [ˈrubɾo].
Η λέξη “rubro” χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε έναν τομέα ή κλάδο, κυρίως στον εμπορικό ή οικονομικό τομέα. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επαγγελματικά και οικονομικά συμφραζόμενα. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να αναφέρεται σε κατηγορίες προϊόντων ή υπηρεσιών.
El rubro de la tecnología ha crecido mucho en los últimos años.
(Ο τομέας της τεχνολογίας έχει αναπτυχθεί πολύ τα τελευταία χρόνια.)
En el rubro de la construcción, la competencia es feroz.
(Στον τομέα της κατασκευής, ο ανταγωνισμός είναι σφοδρός.)
Η λέξη “rubro” χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Cambiar de rubro
(Να αλλάξω τομέα)
Decidí cambiar de rubro y ahora trabajo en marketing.
(Αποφάσισα να αλλάξω τομέα και τώρα εργάζομαι στο μάρκετινγκ.)
Estar en el rubro
(Να βρίσκομαι στον τομέα)
Ella lleva muchos años en el rubro de la moda.
(Εκείνη είναι πολλά χρόνια στον τομέα της μόδας.)
Rubro específico
(Ειδικός τομέας)
Nos enfocamos en un rubro específico para maximizar nuestras ganancias.
(Εστιάζουμε σε έναν ειδικό τομέα για να μεγιστοποιήσουμε τα κέρδη μας.)
Η λέξη “rubro” προέρχεται από το λατινικό “rubrum”, που σημαίνει “κόκκινο”, και αναφερόταν αρχικά σε διακριτικά χρώματα ή κατηγορίες.
Συνώνυμα: - sector - área - campo
Αντώνυμα: - indefinido - impreciso
Η λέξη “rubro” είναι χρήσιμη στη γλώσσα των επιχειρήσεων και επαγγελματικών συμφραζομένων, ενώ έχει καθιερωθεί ως τεχνικός όρος σε διάφορους τομείς.