Η λέξη "rudimentario" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "rudimentario" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /rudimenˈtaɾjo/
Η λέξη "rudimentario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι βάση, απλό ή ανώριμο, συχνά αναφερόμενη σε απλές ή στοιχειώδεις μορφές ανάπτυξης ή γνώσης. Στην ιατρική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει απλές διαδικασίες ή πρώτες έννοιες που δεν έχουν αναπτυχθεί πλήρως.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά καλή και χρησιμοποιείται και στους δύο λόγους (προφορικό και γραπτό), αν και ίσως περισσότερες φορές στο γραπτό, ειδικά σε επιστημονικά κείμενα ή αναφορές.
Οι πρωτόγονοι μέθοδοι διδασκαλίας δεν είναι αποτελεσματικοί στη σύγχρονη εκπαίδευση.
Su conocimiento era rudimentario y necesitaba ser ampliado.
Η γνώση του ήταν στοιχειώδης και χρειαζόταν να επεκταθεί.
La tecnología rudimentaria que usaban en el pasado ha evolucionado mucho.
Η λέξη "rudimentario" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές:
Έχω μια στοιχειώδη εκπαίδευση.
Aprender de manera rudimentaria.
Μαθαίνω με πρωτόγονο τρόπο.
Una técnica rudimentaria, pero efectiva.
Μια πρωτόγονη τεχνική, αλλά αποτελεσματική.
Su comprensión del tema es todavía rudimentaria.
Η κατανόησή του στο θέμα είναι ακόμα στοιχειώδης.
Viven en condiciones rudimentarias.
Ζουν σε πρωτόγονες συνθήκες.
El diseño rudimentario de la herramienta limita su uso.
Η λέξη "rudimentario" προέρχεται από τη λατινική λέξη "rudimentarius", που σημαίνει "αρχαίος" ή "πρώιμος", που σχετίζεται με τον όρο "rudimentum", ο οποίος αναφέρεται σε κάτι που βρίσκεται στα αρχικά του στάδια ή στη βάση του.
Συνώνυμα: - πυρήνας - αρχαϊκός - βασικός
Αντώνυμα: - προχωρημένος - ανεπτυγμένος - σύνθετος