Η λέξη "rudo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "rudo" είναι /ˈru.ðo/.
Η λέξη "rudo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι τραχύ ή άγριο, ενώ μπορεί να αναφέρεται και σε έναν άνθρωπο που είναι χονδροειδής ή που δεν έχει ευγένεια. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και μπορεί να βρεθεί σε πολλές περιφερειακές παραλλαγές αν δεν παρατηρείται κάποια σημαντική διαφορά. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά είναι αρκετά διαδεδομένη και στον προφορικό λόγο.
El camino es muy rudo y difícil de transitar.
(Ο δρόμος είναι πολύ τραχύς και δύσκολος να διανυθεί.)
Su actitud fue ruda durante la reunión.
(Η στάση του ήταν χονδροειδής κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
Η λέξη "rudo" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα.
No seas rudo con ella, que es una buena persona.
(Μην είσαι χονδροειδής μαζί της, είναι καλός άνθρωπος.)
A veces hay que ser rudo para enfrentar la realidad.
(Μερικές φορές πρέπει να είσαι αυστηρός για να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα.)
Su forma de hablar es muy ruda y puede ofender.
(Ο τρόπος που μιλάει είναι πολύ ακατέργαστος και μπορεί να προσβάλει.)
Η λέξη "rudo" προέρχεται από το λατινικό "rūdus", το οποίο σημαίνει "ακατέργαστος" ή "τραχύς".
Συνώνυμα: - áspero (τραχύς) - brusco (ώμος, απότομος)
Αντώνυμα: - suave (μαλακός) - delicado (ευαίσθητος)