Το «ruego» είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈrwe.ɣo/
Το «ruego» αναφέρεται σε μια παράκληση ή προσευχή για κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά όταν κάποιος ζητά μια ευνοϊκή ενέργεια ή βοήθεια. Η λέξη είναι σχετικά συχνή και μπορούμε να την βρούμε κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε επίσημα έγγραφα ή επιστολές, αλλά επίσης χρησιμοποιείται στην προφορική επικοινωνία, κυρίως σε πιο επίσημα ή σεβαστικά πλαίσια.
Por favor, hazme un ruego y ayúdame con este problema.
Παρακαλώ, κάνε μου μία παράκληση και βοήθησέ με με αυτό το πρόβλημα.
El ruego del anciano fue escuchado por todos.
Η ικεσία του γέρου ακούστηκε από όλους.
Su ruego fue respondido de manera positiva por el juez.
Η αίτησή του απαντήθηκε θετικά από τον δικαστή.
Η λέξη «ruego» χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Hacer un ruego.
Να κάνεις μία παράκληση.
(Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη φράση για να αναφερθείς σε κάποια αίτηση).
Ruego que me perdones.
Παρακαλώ να με συγχωρέσεις.
(Χρησιμοποιείται συχνά σε προσωπικές συζητήσεις, όπου κάποιος ζητά συγχώρεση).
Ruego a Dios.
Παρακαλώ το Θεό.
(Συχνά χρησιμοποιείται σε θρησκευτικά ή πνευματικά πλαίσια, στις προσευχές).
Sin ruego no hay respuesta.
Χωρίς αίτηση δεν υπάρχει απάντηση.
(Έκφραση που υποδηλώνει ότι πρέπει να ζητήσεις για να λάβεις κάτι).
Es un ruego desesperado.
Είναι μία απεγνωσμένη παράκληση.
(Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καταστάσεις όπου κάποιος αισθάνεται μεγάλη ανάγκη).
Η λέξη «ruego» προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «ruegar» που σημαίνει «παρακαλώ» ή «ζητώ». Η ρίζα της βρίσκεται στην Ισπανική γλώσσα και έχει τις ρίζες της στα Λατινικά.
Συνώνυμα: - súplica (ικεσία) - petición (αίτημα)
Αντώνυμα: - rechazo (απόρριψη) - negativa (άρνηση)