rugido - Ουσιαστικό
rugido - [ruˈxiðo]
Η λέξη rugido αναφέρεται στον ισχυρό, βροντερό ήχο που παράγουν κάποια ζώα, συνήθως οι μεγάλοι γάτες όπως ο νότιος λέων ή η τίγρης. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε περιγράμματα φυσικών ήχων ή δράσεων που σχετίζονται με τη δύναμη και την επιβολή. Η λέξη είναι συχνά συναντώμενη και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση στον προφορικό λόγο σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη φύση ή τα ζώα.
El rugido del león resonó en la selva.
(Ο βρυχηθμός του λιονταριού αντήχησε στη ζούγκλα.)
Fue un rugido aterrador que hizo temblar el suelo.
(Ήταν ένας τρομακτικός βρυχηθμός που έκανε το έδαφος να τρέμει.)
El rugido del trueno se escuchó a lo lejos.
(Ο βρυχηθμός της βροντής ακούστηκε μακριά.)
Η λέξη rugido μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν έντονα συναισθήματα ή καταστάσεις:
"Su rugido se oyó en toda la ciudad."
(Ο βρυχηθμός του ακούστηκε σε όλη την πόλη.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια έντονα επιβλητική ή εντυπωσιακή παρουσία.
"No dejes que el rugido del fracaso te detenga."
(Μην αφήσεις τον βρυχηθμό της αποτυχίας να σε σταματήσει.) - Μια μεταφορική φράση για την αντιμετώπιση δυσκολιών.
"El rugido de la multitud llenó el estadio."
(Ο βρυχηθμός του πλήθους γέμισε το γήπεδο.) - Αναφέρεται σε ενθουσιασμένες αντιδράσεις μεγάλων ομάδων ανθρώπων.
"Su rugido es más fuerte que sus palabras."
(Ο βρυχηθμός του είναι πιο δυνατός από τα λόγια του.) - Μια έκφραση που υποδεικνύει ότι οι πράξεις μιλούν πιο δυνατά από τα λόγια.
Η λέξη rugido προέρχεται από το ρήμα "rugir", που σημαίνει "να βρυχάται", και έχει τις ρίζες της στη λατινική γλώσσα.
Συνώνυμα: - bramido (βρυχηθμός - πιο γενικά) - eco (ηχώ - αναφέρεται σε ήχο)
Αντώνυμα: - silencio (σιγή) - calma (ηρεμία)