Η λέξη "rugosidad" είναι ουσιαστικό.
/ru.ɣo.siˈðað/
Η λέξη "rugosidad" αναφέρεται στην ιδιότητα ενός επιφάνειας που είναι ανώμαλη ή έχει ρυτίδες, δηλαδή είναι τραχιά. Στον τομέα της ιατρικής, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση του δέρματος ή άλλων επιφανειών στο σώμα, όπως τα όργανα. Η χρήση της είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται ιατρικά θέματα.
La rugosidad de la piel puede ser un signo de envejecimiento.
(Η ανωμαλία του δέρματος μπορεί να είναι σημάδι γήρανσης.)
El médico notó la rugosidad en los pulmones del paciente.
(Ο γιατρός παρατήρησε την τραχύτητα στους πνεύμονες του ασθενούς.)
La rugosidad de la superficie del material afecta su adherencia.
(Η τραχύτητα της επιφάνειας του υλικού επηρεάζει την πρόσφυση του.)
Η λέξη "rugosidad" δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις:
La rugosidad de la experiencia.
(Η τραχύτητα της εμπειρίας.)
Afrontar la rugosidad de la vida.
(Να αντιμετωπίζεις τις ανωμαλίες της ζωής.)
La rugosidad del tiempo.
(Η τραχύτητα του χρόνου.)
Η λέξη "rugosidad" προέρχεται από την ισπανική λέξη "rugoso", που σημαίνει "τραχύς", και το παρακάτω επίθημα "-idad", που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ουσιαστικά που εκφράζουν κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: τραχύτητα, ανωμαλία, ασυμμετρία.
Αντώνυμα: λειότητα, ομαλότητα, συμμετρία.