Το "rugoso" είναι επίθετο.
Η φωνητική του μεταγραφή είναι [ruˈɣoso].
Η λέξη "rugoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια επιφάνεια που έχει ρυτίδες ή ανωμαλίες, είτε μιλάμε για δέρμα, είτε για υφές άλλων επιφανειών. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε οτιδήποτε έχει μια τραχεία ή ανώμαλη υφή. Η χρήση του στην καθημερινή γλώσσα είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται πιο συχνά σε περιγραφές ή ειδικά στο πεδίο της ιατρικής.
La piel del anciano es rugosa.
Το δέρμα του ηλικιωμένου είναι τραχύ.
Esta hoja de papel es rugosa al tacto.
Αυτή η σελίδα του χαρτιού είναι ανώμαλη στην αφή.
El terreno es rugoso y difícil de caminar.
Το έδαφος είναι ανώμαλο και δύσκολο να περπατήσεις.
Η λέξη "rugoso" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να τη χρησιμοποιούν, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συνδυασμούς που περιγράφουν κατάσταση ή χαρακτηριστικά:
Un camino rugoso.
Ένας ανώμαλος δρόμος.
Tener una vida rugosa.
Να έχεις μια τραχιά ζωή. (δηλαδή, γεμάτη δυσκολίες)
Una relación rugosa.
Μια προβληματική σχέση. (ως προς τις εντάσεις ή τις δυσκολίες)
Η λέξη "rugoso" προέρχεται από τη λατινική λέξη "rugosus", που σημαίνει "ρυτιδωμένος" ή "τραχύς".
Συνώνυμα: - áspero - irregular - atrófico
Αντώνυμα: - liso (λείο) - suave (μαλακό) - uniforme (ομοιόμορφο)