"Ruido" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈrui.ðo/
Η λέξη "ruido" σημαίνει "θόρυβος" ή "ήχος" και περιγράφει έναν ήχο που είναι ενοχλητικός ή ακατάλληλος σε μια δεδομένη κατάσταση. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει την παρουσία ήχων που διαταράσσουν την ησυχία ή προκαλούν αναστάτωση. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη και στους δύο τομείς, γραπτό και προφορικό λόγο.
El ruido de la calle no me deja dormir.
(Ο θόρυβος από το δρόμο δεν με αφήνει να κοιμηθώ.)
Necesitamos reducir el ruido en la oficina.
(Πρέπει να μειώσουμε τον θόρυβο στο γραφείο.)
Η λέξη "ruido" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
La gente siempre hace ruido en los conciertos.
(Οι άνθρωποι πάντα κάνουν θόρυβο στις συναυλίες.)
Ruido blanco:
(Λευκός θόρυβος)
El ruido blanco ayuda a muchas personas a dormir mejor.
(Ο λευκός θόρυβος βοηθά πολλούς ανθρώπους να κοιμούνται καλύτερα.)
Poner ruido:
(Κάνω θόρυβο)
Η λέξη "ruido" προέρχεται από το λατινικό "rugitum," που σημαίνει "θόρυβος" ή "μουρμουρητό."
Συνώνυμα: - sonido (ήχος) - estruendo (θόρυβος / κρότος)
Αντώνυμα: - silencio (σίγαση) - calma (ηρεμία)