Η λέξη "ruin" είναι ρήμα και ουσιαστικό.
Στη φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) η λέξη "ruin" προφέρεται ως /ˈruːɪn/.
Η λέξη "ruin" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση ή την πράξη της καταστροφής ή της ζημιάς σε κάτι. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε γράμμα που περιγράφει ανεπιθύμητα αποτελέσματα ή απώλειες. Η λέξη έχει συχνή χρήση και στο προφορικό και στο γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο σε νομικά κείμενα ή ιστορικές αναφορές.
"Η καταστροφή του σπιτιού ήταν αναπόφευκτη μετά τον σεισμό."
"No quiero ser la ruina de este proyecto."
Η λέξη "ruin" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που υποδεικνύουν αρνητικές καταστάσεις ή επιπτώσεις.
"Να είσαι στην καταστροφή." (να είσαι σε οικονομικά προβλήματα)
"La ruina emocional."
"Η συναισθηματική καταστροφή." (να νιώθεις ψυχολογικά κατεστραμμένος)
"Provocar la ruina."
Η λέξη "ruin" προέρχεται από το λατινικό "ruina", το οποίο σημαίνει «πτώση» ή «καταστροφή». Αυτή η ρίζα παραπέμπει στη φυσική πτώση ή κατάρρευση αντικειμένων ή καταστάσεων.