Η λέξη "rumbo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "rumbo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˈrumb.o/.
Η λέξη "rumbo" σημαίνει κυρίως "κατεύθυνση" ή "πορεία", ιδιαίτερα σε θαλάσσιες ή γεωγραφικές αναφορές. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατεύθυνση στην οποία κινούνται πλοία, οχήματα ή άνθρωποι. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αυτός κατευθύνει το πλοίο σε μια ασφαλή πορεία.
Necesitamos cambiar de rumbo para llegar a nuestro destino.
Χρειαζόμαστε να αλλάξουμε κατεύθυνση για να φτάσουμε στον προορισμό μας.
El rumbo del proyecto depende de la próxima reunión.
Η λέξη "rumbo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αντικατοπτρίζουν τις κατευθύνσεις ή τις πορείες της ζωής και των αποφάσεων.
Η απόφαση να μετακομίσω έχει πάρει έναν νέο δρόμο στη ζωή μου.
Estar en el rumbo correcto.
Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στην σωστή κατεύθυνση με την καριέρα μου.
Cambiar de rumbo.
Είναι ώρα να αλλάξω κατεύθυνση στη ζωή μου, όχι μόνο στην εργασία.
Ir en rumbo a la felicidad.
Η λέξη "rumbo" προέρχεται από τη μεσογειακή γλώσσα, πιθανώς από την αραβική λέξη "رُسْم" (rusm), που σημαίνει "κατεύθυνση".
Συνώνυμα: - dirección (κατεύθυνση) - senda (μονοπάτι)
Αντώνυμα: - desviación (αποκλίση) - retroceso (οπισθοχώρηση)