Το "rumor" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈrumor/
Η λέξη "rumor" αναφέρεται σε μια πληροφορία ή φήμη που διαδίδεται, συνήθως χωρίς επιβεβαίωση ή εδραίωση. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές, πολιτικές και νομικές συζητήσεις. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι συχνή και σε περιβάλλοντα που αφορά την κοινωνική επικοινωνία, περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.
"Se dice un rumor sobre la llegada de un nuevo jefe."
"Λέγεται μια φήμη για την άφιξη ενός νέου διευθυντή."
"El rumor de que van a cerrar la tienda se ha esparcido rápidamente."
"Η φήμη ότι θα κλείσουν το κατάστημα έχει εξαπλωθεί γρήγορα."
Η λέξη "rumor" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Παράδειγμα: "Siempre hay alguien que hace un rumor en la oficina."
"Rumor de pasillo"
Παράδειγμα: "El rumor de pasillo sugiere que habrá cambios en la dirección."
"Correr un rumor"
Η λέξη "rumor" προέρχεται από τη λατινική λέξη rumorem, που σημαίνει "βουητό" ή "θόρυβο". Η χρήση της έχει ξεκινήσει από την αρχαία εποχή για να περιγράψει τις ενοχλητικές ή υπονομευτικές φήμες.
Συνώνυμα: - Chisme (κουτσομπολιό) - Fama (φήμη)
Αντώνυμα: - Verdad (αλήθεια) - Confirmación (επιβεβαίωση)
Αυτή η λέξη και οι σχετικές εκφράσεις έχουν σημαντική θέση στην καθημερινή επικοινωνία των Ισπανών, τονίζοντας τη δύναμη και τον αντίκτυπο των φημών στην κοινωνία.