Ρήμα
[ruˈpestre]
Η λέξη "rupestre" προέρχεται από το λατινικό "rupes", που σημαίνει "βράχος". Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με βράχους ή σπηλιές, όπως οι βραχογραφίες ή γλυπτά που δημιουργούνται σε φυσικές βραχώδεις επιφάνειες. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται και σε αρχαιολογικά, καλλιτεχνικά και γεωλογικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά ή πολιτιστικά κείμενα.
Οι βραχογραφίες στη σπηλιά είναι πολύ παλιές.
El arte rupestre nos muestra la vida de nuestros antepasados.
Η βραχώδης τέχνη μας δείχνει τη ζωή των προγόνων μας.
Visitamos un parque con increíbles formaciones rupestres.
Η λέξη "rupestre" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες περιφραστικές ή περιγραφικές φράσεις. Παρακάτω, κάποιες προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Η βραχώδης κουλτούρα είναι μια αντανάκλαση των αρχαίων πεποιθήσεων.
Las técnicas de arte rupestre han cambiado a lo largo del tiempo.
Οι τεχνικές της βραχώδους τέχνης έχουν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου.
Los investigadores estudian las huellas rupestres para entender la historia.
Η λέξη "rupestre" προέρχεται από το λατινικό "rupestris", το οποίο είναι παράγωγο του "rupes", που σημαίνει "βράχος". Το "rupestris" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι που σχετίζεται ή βρίσκεται σε βράχο.
Συνώνυμα: - escarpado (ακρωτηριωμένος) - rocoso (βραχώδης)
Αντώνυμα: - llano (επίπεδο) - plano (ομαλός)
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια εκτενή εικόνα για την λέξη "rupestre" και τις χρήσεις της στη γλώσσα Ισπανικά.