Ο όρος "ruso" είναι ένα επίθετο και επίσης μπορεί να λειτουργεί ως ουσιαστικό όταν αναφέρεται σε άτομα της ρωσικής καταγωγής.
Η φωνητική μεταγραφή του "ruso" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /ˈruso/.
Η λέξη "ruso" αναφέρεται κυρίως σε κάτι που σχετίζεται με τη Ρωσία, είτε πρόκειται για τον πολιτισμό, τη γλώσσα ή τους ανθρώπους. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων και είναι σχετικά κοινή στον προφορικό λόγο και το γραπτό κείμενο. Η χρήση του μπορεί να εμφανιστεί σε συζητήσεις για εθνολογικά θέματα, γεωγραφία, αλλά και σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα.
El idioma ruso es muy complejo.
(Η ρωσική γλώσσα είναι πολύ περίπλοκη.)
Mi amigo es ruso y vive en Moscú.
(Ο φίλος μου είναι Ρώσος και ζει στη Μόσχα.)
Me gustaría aprender ruso para poder viajar a Rusia.
(Θα ήθελα να μάθω ρωσικά ώστε να μπορώ να ταξιδέψω στη Ρωσία.)
Η λέξη "ruso" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που τη συμπεριλαμβάνουν:
Como un ruso.
(Σαν Ρώσος.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σκληρός ή ανθεκτικός σε δύσκολες καταστάσεις.
Ruso de corazón.
(Ρώσος στην καρδιά.) - Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που αγαπά τη Ρωσία, ακόμα κι αν δεν είναι Ρώσος.
Algo ruso.
(Κάτι ρωσικό.) - Για να περιγράψει ένα χαρακτηριστικό ή μια πρακτική που είναι χαρακτηριστική της ρωσικής κουλτούρας.
Η λέξη "ruso" προέρχεται από το Λατινικό "russus," που σημαίνει "κόκκινος," και σχετίζεται με τους "Rus," μια αρχαία σκανδιναβική φυλή που ίδρυσε σλαβικές κρατικές οντότητες στη Ρωσία.
Συνώνυμα: - Eslavo (σλαβικός) - Muscovita (Μοσχοβίτης, σε κάποιο πλαίσιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί)
Αντώνυμα: - No ruso (όχι Ρώσος) - Extranjeros (ξένοι) - αν και δεν είναι ακριβές αντώνυμο
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "ruso" στην ισπανική γλώσσα!