Η λέξη "ruta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈruta/.
Η λέξη "ruta" αναφέρεται σε μια διαδρομή ή δρόμο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να φθάσει κανείς από ένα μέρος σε άλλο. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων γεωγραφικών και ναυτικών. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο με σχετική συχνότητα.
Η διαδρομή προς το βουνό είναι πολύ όμορφη.
Tomamos una nueva ruta para evitar el tráfico.
Η λέξη "ruta" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Έχω μια καθαρή διαδρομή. (Σημαίνει ότι έχεις έναν στόχο ή σχέδιο μπροστά σου.)
Seguir la ruta adecuada.
Να ακολουθείς τη σωστή διαδρομή. (Προτρέπει να ακολουθείς τον σωστό δρόμο ή επιλογή στη ζωή.)
Cambiar de ruta.
Να αλλάξεις διαδρομή. (Σημαίνει να αλλάξεις πορεία ή στόχο.)
Buscar una nueva ruta.
Να ψάξεις για μια νέα διαδρομή. (Εννοεί να αναζητήσεις νέα ευκαιρία ή κατεύθυνση στη ζωή.)
La ruta del éxito.
Η διαδρομή της επιτυχίας. (Αναφέρεται συνεχώς στις ενέργειες και τις αποφάσεις που οδηγούν στην επιτυχία.)
Ruta peligrosa.
Η λέξη "ruta" προέρχεται από τα Λατινικά "rupta", που σημαίνει "σπασμένη" ή "χωρισμένη", υπονοώντας έναν δρόμο που έχει ορισμένα σημεία διαχωρισμού ή καμπές.
Συνώνυμα: - camino (δρόμος) - sendero (μονοπάτι)
Αντώνυμα: - destino (προορισμός) - σε περιπτώσεις όπου η "ruta" αναφέρεται στην πορεία προς μία κατεύθυνση και το "destino" είναι η τελική κατάσταση.