saber a - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

saber a (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "saber" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

saber: /saˈβer/

Μετάφραση

  1. Ελληνικά: Γνωρίζω
  2. Ελληνικά: Ξέρω
  3. Ελληνικά: Είμαι σε θέση

Σημασία

Το ρήμα "saber" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να εκφράσει τη γνώση, την ικανότητα ή την ιδιότητα που έχει κάποιος να κάνει κάτι. Πρόκειται για ένα από τα πιο κοινά και χρησιμοποιούμενα ρήματα στα ισπανικά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις: 1. ¿Sabes hablar francés? - Ξέρεις να μιλάς γαλλικά; 2. Ella sabe cocinar muy bien. - Ξέρει να μαγειρεύει πολύ καλά. 3. Quiero saber más sobre tu proyecto. - Θέλω να μάθω περισσότερα για το εγχείρημά σου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Saber como el perro de San Roque. (Ξέρω σαν το σκυλί του Σαν Ρόκε)
  2. No hay más de lo que se ve (ni menos) / No saber más que lo aprendido. (Δεν υπάρχει περισσότερο απ' ό,τι βλέπεις (ούτε λιγότερο) / Δεν ξέρεις παραπάνω από αυτό που έχεις μάθει).

Ετυμολογία

Το ρήμα "saber" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "sapere".

Συνώνυμα

  1. Conocer (Γνωρίζω)
  2. Entender (Καταλαβαίνω)
  3. Aprender (Μαθαίνω)

Αντώνυμα

  1. Ignorar (Αγνοώ)
  2. Desconocer (Αγνοώ)
  3. No saber (Δεν ξέρω)


3