Το "saber" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
saber: /saˈβer/
Το ρήμα "saber" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να εκφράσει τη γνώση, την ικανότητα ή την ιδιότητα που έχει κάποιος να κάνει κάτι. Πρόκειται για ένα από τα πιο κοινά και χρησιμοποιούμενα ρήματα στα ισπανικά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. ¿Sabes hablar francés? - Ξέρεις να μιλάς γαλλικά; 2. Ella sabe cocinar muy bien. - Ξέρει να μαγειρεύει πολύ καλά. 3. Quiero saber más sobre tu proyecto. - Θέλω να μάθω περισσότερα για το εγχείρημά σου.
Το ρήμα "saber" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "sapere".