sabor είναι ουσιαστικό ανδρικού γένους.
Фωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /saˈβoɾ/
Η λέξη sabor χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί στην αίσθηση της γεύσης που προέρχεται από τη γεύση τροφίμων και ποτών. Συνδέεται επίσης με την έννοια του αρώματος ή της χαρακτηριστικής γεύσης ενός προϊόντος. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη χρήση σε γαστρονομικούς και κοινωνικούς πλαίσια.
Η γεύση της σοκολάτας είναι ακαταμάχητη.
Necesitamos mejorar el sabor de la sopa.
Πρέπει να βελτιώσουμε τη γεύση της σούπας.
El vino tiene un sabor afrutado.
Η λέξη sabor χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες προσθέτουν μια πλούσια διάσταση στην γλώσσα:
(Εννοεί κάτι που είναι ευχάριστο στην αίσθηση ή την εμπειρία.)
No tiene sabor.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι άνοστο ή βαρετό.)
Con sabor a vida.
(Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει κάτι που είναι ζωντανό ή γεμάτο ενέργεια.)
Sabor amargo.
(Αναφέρεται σε κάτι που έχει μια αρνητική ή δύσκολη πτυχή.)
Sabor popular.
Η λέξη sabor προέρχεται από το λατινικό "saporem", το οποίο σημαίνει "γεύση" και έχει ρίζες σε πολύ αρχαία γλώσσα που σχετίζεται με τις αισθήσεις και τις γεύσεις.
saboroso (νόστιμο)
Αντώνυμα: