saborear είναι ρήμα.
/saboˈɾeaɾ/
Το ρήμα saborear αναφέρεται στη διαδικασία της γεύσης και της απόλαυσης φαγητού ή ποτού. Χρησιμοποιείται συχνά όταν θέλουμε να εκφράσουμε ότι εκτιμούμε ή απολαμβάνουμε πώς κάτι γεύεται. Είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και σε γραπτά κείμενα.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά κοινή και σε καθημερινές συζητήσεις, καθώς αφορά έναν βασικό ανθρώπινο αισθητηριακό εμπειρία.
Me gusta saborear el vino tinto.
Μου αρέσει να γεύομαι το κόκκινο κρασί.
Saborear un buen postre es una de mis actividades favoritas.
Η απόλαυση ενός καλού επιδόρπιου είναι μία από τις αγαπημένες μου δραστηριότητες.
Es importante saborear cada bocado de la comida.
Είναι σημαντικό να απολαμβάνουμε κάθε μπουκιά του φαγητού.
Στο ισπανικό λексικό, το saborear εμφανίζεται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές από αυτές:
Después de muchos sacrificios, al fin pudimos saborear la victoria.
Μετά από πολλές θυσίες, τελικά μπορέσαμε να απολαύσουμε τη νίκη.
Saborear un momento.
(Απολαμβάνω μια στιγμή.)
Quiero saborear este momento antes de que se acabe.
Θέλω να απολαύσω αυτή τη στιγμή πριν τελειώσει.
No hay prisa, vamos a saborear el viaje.
(Δεν υπάρχει βιασύνη, ας απολαύσουμε το ταξίδι.)
No te preocupes por el tiempo, no hay prisa, vamos a saborear el viaje.
Μην ανησυχείς για το χρόνο, δεν υπάρχει βιασύνη, ας απολαύσουμε το ταξίδι.
Saborear la vida.
(Απολαμβάνω τη ζωή.)
Το saborear προέρχεται από το ουσιαστικό sabor, που σημαίνει "γεύση", και η ρίζα του είναι λατινική, προερχόμενη από το λατινικό saporem.
Συνώνυμα: - degustar (δοκιμάζω) - disfrutar (χαίρομαι, απολαμβάνω)
Αντώνυμα: - desagradar (δεν ευχαριστώ) - rechazar (απορρίπτω)