Το "sacado" είναι ένα επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως συμμετοχή του ρήματος "sacar".
/sakaðo/
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "sacado" σημαίνει αυτό που έχει αφαιρεθεί ή εξαγωγή. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και γραφειοκρατικά πλαίσια όπου γίνεται αναφορά σε έγγραφα ή στοιχεία που έχουν απομακρυνθεί ή αφαιρεθεί. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό και επίσημο πλαίσιο.
"El documento fue sacado de los archivos."
(Το έγγραφο αφαιρέθηκε από τα αρχεία.)
"Este testimonio fue sacado durante el juicio."
(Αυτή η μαρτυρία αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης.)
Η λέξη "sacado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη Ισπανικά.
"Estar sacado de quicio."
(Να είσαι εκνευρισμένος ή θυμωμένος.)
Είναι σημαντικό να διαχειριζόμαστε το άγχος μας ώστε να μην βγούμε εκτός εαυτού.
"Sacar algo adelante."
(Να προχωρήσεις ή να επιτύχεις κάτι.)
Η ομάδα κατάφερε να βγάλει το project μπροστά, παρ' όλες τις δυσκολίες.
"Sacar provecho de algo."
(Να εκμεταλλευτείς κάτι.)
Πρέπει να μάθουμε πώς να εκμεταλλευόμαστε τις ευκαιρίες που μας δίνονται.
"Estar sacado de la manga."
(Να είναι κάτι απρόβλεπτο ή εκπληκτικό.)
Η λύση που προτάθηκε φάνηκε να είναι βγαλμένη από το πουθενά.
Η λέξη "sacado" προέρχεται από το ρήμα "sacar", που σημαίνει "αφαιρώ" ή "βγάζω". Η κατασκευή της περιλαμβάνει τον παθητικό τύπο του ρήματος, δείχνοντας την ολοκληρωμένη ενέργεια της αφαίρεσης.