Το "sacapuntas" είναι ουσιαστικό.
/saka'pun.tas/
Η λέξη "sacapuntas" αναφέρεται σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ξύνει τη μύτη των μολυβιών. Χρησιμοποιείται ευρέως σε σχολεία και γραφεία. Η χρήση της είναι περισσότερο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
Necesito un sacapuntas para afilar mi lápiz.
Χρειάζομαι έναν ξύστη μολυβιών για να ξύσω το μολύβι μου.
El sacapuntas se rompió y tengo que comprar otro.
Ο ξύστης μολυβιών έσπασε και πρέπει να αγοράσω έναν άλλο.
Siempre llevo un sacapuntas en mi estuche de lápices.
Πάντα κουβαλάω έναν ξύστη μολυβιών στο νεσεσέρ με τα μολύβια μου.
Το "sacapuntas" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε κάποιες συγκεκριμένες εκφράσεις:
"A veces es como un sacapuntas"
(Μερικές φορές είναι σαν ένας ξύστης μολυβιών.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που "ανακαλύπτει" τις ικανότητες κάποιου, δηλαδή "ξεκινά" ή "ενεργοποιεί" την απόδοσή του.
"Tener muchas ideas y no un sacapuntas"
(Να έχεις πολλές ιδέες και όχι έναν ξύστη μολυβιών.)
Χρησιμοποιείται για να υποδείξει την ανάγκη να οργανώσεις ή να “ξεκαθαρίσεις” τις ιδέες σου.
Η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "sacar" που σημαίνει "να βγάζω" και "punta" που σημαίνει "άκρη" ή "μύτη".
Συνώνυμα: - Afila lápices (ξύστρα μολυβιών)
Αντώνυμα: - No υπάρχουν άμεσοι αντώνυμοι, καθώς το "sacapuntas" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο εργαλείο.