Ρήμα
/fakaɾ/
Η λέξη "sacar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει "να βγάλω" ή "να αφαιρέσω". Είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, όπως να βγάζεις κάτι από ένα μέρος ή να αφαιρείς κάτι. Η συχνότητά της χρήσης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Voy a sacar la basura.
(Θα βγάλω τα σκουπίδια.)
Ella quiere sacar buenas notas en el examen.
(Αυτή θέλει να πάρει καλούς βαθμούς στο εξετάσεις.)
Puedes sacar el libro de la estantería.
(Μπορείς να βγάλεις το βιβλίο από το ράφι.)
Το "sacar" εμπλέκεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που προσθέτουν διαφορετικά επίπεδα σημασίας. Ακολουθούν μερικές:
Sacar provecho (de algo)
(Να εκμεταλλευτώ κάτι.)
Es importante sacar provecho de cada oportunidad.
(Είναι σημαντικό να εκμεταλλεύεσαι κάθε ευκαιρία.)
Sacar a relucir
(Να έρθει στην επιφάνεια.)
En la reunión, él sacó a relucir los problemas del proyecto.
(Στη συνάντηση, αυτός ανέφερε τα προβλήματα του έργου.)
Sacar la lengua
(Να δείχνεις τη γλώσσα.)
Los niños suelen sacar la lengua cuando hacen caras divertidas.
(Τα παιδιά συνήθως βγάζουν τη γλώσσα όταν κάνουν αστείες φατσούλες.)
Sacar a alguien de quicio
(Να εκνευρίζω κάποιον.)
Su actitud me saca de quicio.
(Η στάση του με εκνευρίζει.)
Η λέξη "sacar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "saccare", που σημαίνει "να βγάλω από το σακί". Αυτός ο όρος σχετίζεται με την ιδέα απομάκρυνσης ή αφαίρεσης.
Συνώνυμα: - extrair (αφαιρώ) - quitar (βγάζω) - remover (αφαιρώ)
Αντώνυμα: - meter (βάζω) - incorporar (ενσωματώνω) - adicionar (προσθέτω)
Αυτή η γλώσσα έχει πλούσια χρήση και σημασία στην καθημερινή ζωή των Ισπανόφωνων, και "sacar" είναι ένα από τα βασικά ρήματα που βοηθούν στην έκφραση πολλών καθημερινών ενεργειών και ιδεών.