Η λέξη "sacar troncha" αποτελεί φράση στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή:
sakar ˈtɾon.tʃa
Χρήση:
Η φράση "sacar troncha" χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο για να περιγράψει κάποιον που ανακατεύεται σε πράγματα που δεν τον αφορούν ή είναι πολύ περίεργος.
Παραδειγματικές προτάσεις:
Después de que se enteró de nuestro secreto, no paró de "sacar troncha" todo el día.
No seas tan chismoso, deja de "sacar troncha" en la vida de los demás.
La vecina siempre está "sacando troncha" con lo que hacen los demás.
Ετυμολογία:
Η φράση "sacar troncha" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "truncus", που σημαίνει κομμένος ή τριμμένος.