Η λέξη "sacerdote" είναι ένα ουσιαστικό.
/haseɾˈðote/
Η λέξη "sacerdote" αναφέρεται σε άτομο που έχει αναλάβει θρησκευτικά καθήκοντα, συνήθως μέσα σε μια θρησκεία ή μια λατρεία, και έχει την ευθύνη της τέλεσης μυστηρίων, προσευχών και άλλων θρησκευτικών τελετών. Χρησιμοποιείται συχνά στην Ισπανική γλώσσα σε θρησκευτικά και πολιτιστικά πλαίσια. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρείται περισσότερη στο γραπτό, δεδομένου ότι μιλάμε συχνά για τη θρησκεία με πιο επίσημο τρόπο σε κείμενα.
El sacerdote dio un sermon muy inspirador.
(Ο ιερέας έδωσε έναν πολύ εμπνευσμένο λόγο.)
El sacerdote celebró la misa en la catedral.
(Ο ιερέας τέλεσε τη θεία λειτουργία στον καθεδρικό ναό.)
El sacerdote escuchó las confesiones de los fieles.
(Ο ιερέας άκουσε τις εξομολογήσεις των πιστών.)
Η λέξη "sacerdote" μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Saber más que un sacerdote.
(Ξέρει περισσότερα από έναν ιερέα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ μορφωμένος ή έχει γνώσεις σε ένα συγκεκριμένο θέμα.
Como un sacerdote en un funeral.
(Όπως ένας ιερέας σε κηδεία.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ επίσημη ή τελετουργική κατάσταση, με σοβαρότητα.
Ser el sacerdote de la fiesta.
(Να είσαι ο ιερέας της γιορτής.)
Σημαίνει να είσαι το κεντρικό πρόσωπο ή ο διοργανωτής σε μια κοινωνική εκδήλωση.
Η λέξη "sacerdote" προέρχεται από το Λατινικό "sacerdos", το οποίο σημαίνει "ιερέας", από τις λέξεις "sacer" (ιερός) και "dare" (δώρο).
Συνώνυμα: - clérigo (κληρικός) - ministro (υπουργός, σε θρησκευτικό πλαίσιο) - eclesiástico (εκκλησιαστικός)
Αντώνυμα: - laico (κοσμικός, μη θρησκευτικός) - secular (κοσμικός)