Ρήμα
/s a 'θ i a ɾ/
Η λέξη "saciar" σημαίνει να ικανοποιήσεις μια ανάγκη ή επιθυμία, συνήθως σχετική με την πείνα ή τη δίψα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη του να χορταίνεις ή να ικανοποιείς κάτι, είτε αυτό είναι φυσική ανάγκη είτε συναισθηματική επιθυμία.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, παρά ταύτα, είναι κατανοητή και στο καθημερινό λεξιλόγιο.
"Έφαγα τόσο πολύ που ήδη ικανοποίησα την πείνα μου."
"Es importante saciar la sed en un día caluroso."
"Είναι σημαντικό να ικανοποιήσεις τη δίψα σε μια ζεστή μέρα."
"La alegría de ver a mi amigo sació mi tristeza."
Η λέξη "saciar" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορους συνδυασμούς που περιγράφουν καταστάσεις που αφορούν την ικανοποίηση αναγκών ή συναισθημάτων.
"Να ικανοποιήσεις τις επιθυμίες."
"Saciar la curiosidad"
"Να ικανοποιήσεις την περιέργεια."
"Buscar saciar su hambre"
"Να ψάξει να ικανοποιήσει την πείνα του."
"Ella sabe cómo saciar su sed de conocimiento."
"Αυτή ξέρει πώς να ικανοποιήσει την επιθυμία της για γνώση."
"Saciar el anhelo de libertad."
Η λέξη "saciar" προέρχεται από το λατινικό "satiāre," που σημαίνει «να είσαι ικανοποιημένος ή κορεσμένος».
Συνώνυμα: - Satisfacer (ικανοποιώ) - Llenar (γεμίζω)
Αντώνυμα: - Dejar con hambre (να αφήνω με πείνα) - Insatisfacer (να μην ικανοποιώ)