saco - ουσιαστικό
/ˈsako/
Η λέξη "saco" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται συνήθως για την αποθήκευση ή τη μεταφορά άλλων αντικειμένων. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο τόσο σε γραπτές όσο και σε προφορικές επικοινωνίες. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, με την έννοια ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιστάσεις, όπως για ψώνια, ταξίδια ή άλλες δραστηριότητες.
Χρειάζομαι έναν σάκο για να μεταφέρω τα ψώνια.
El saco de dormir es muy útil para acampar.
Ο υπνόσακος είναι πολύ χρήσιμος για κατασκήνωση.
Compré un saco nuevo para el gimnasio.
Η λέξη "saco" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Ξέρω τι κάνω (το "saco de gatos" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει τα πράγματα υπό έλεγχο).
Saco sin fondo.
Ένα ατελείωτο εγχείρημα (αναφέρεται σε κάτι που φαίνεται να μην έχει τελειωμό).
Saco de boxeo.
Σάκος του μποξ (χρησιμοποιείται για προπόνηση, ειδικά στην πυγμαχία).
Hacer un saco.
Η λέξη "saco" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "saccus", η οποία σημαίνει "τσάντα" ή "σακί".
Συνώνυμα: - bolsa (τσάντα) - funda (θήκη)
Αντώνυμα: - vacío (κενό - σε περίπτωση που αναφέρεται σε σακί που είναι γεμάτο) - lleno (γεμάτο - σε αντίθεση με άδειο)
Η λέξη "saco" είναι πολυδιάστατη και έχει απαιτήσεις σε διάφορους τομείς της καθημερινής ζωής και του λεξιλογίου, δίνοντάς της σημαντική παρουσία στην ισπανική γλώσσα.