Η λέξη "sacramento" είναι ουσιαστικό.
/sakaˈɾamento/
Η λέξη "sacramento" προέρχεται από τη θρησκευτική παράδοση και αναφέρεται σε ένα ιερό μυστήριο ή τελετή που έχει καθορισμένο σημασία και διάρκεια σε πολλές θρησκείες, κυρίως στον Χριστιανισμό. Τα μυστήρια θεωρούνται ως μέσα μέσω των οποίων οι πιστοί λαμβάνουν θεϊκή χάρη.
Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της λέξης "sacramento" είναι συχνά εννοιολογικά συνδεδεμένη με το θρησκευτικό πλαίσιο, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε κείμενα θεολογίας ή λατρευτικών πρακτικών. Χρησιμοποιείται επίσης σε καθημερινή γλώσσα όταν οι άνθρωποι αναφέρονται σε αυτές τις σημαντικές τελετές.
El bautismo es uno de los sacramentos más importantes de la Iglesia.
(Το βάπτισμα είναι ένα από τα πιο σημαντικά μυστήρια της Εκκλησίας.)
La confirmación es un sacramento que fortalece la fe.
(Η επιβεβαίωση είναι ένα μυστήριο που ενισχύει την πίστη.)
Η λέξη "sacramento" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, εκφράζοντας καταστάσεις ή συναισθήματα. Παρακάτω είναι μερικές παραδείγματα:
"Hacer un sacramento" σημαίνει να επιβεβαιώσεις κάτι με σοβαρότητα.
(Να επιβεβαιώσεις κάτι με σοβαρότητα.)
"No hay sacramento sin sacrificio" σημαίνει ότι κανένα σημαντικό επίτευγμα δεν γίνεται χωρίς θυσίες.
(Κανένα σημαντικό επίτευγμα δεν γίνεται χωρίς θυσίες.)
"Sacramento del dolor" αναφέρεται σε μια οδυνηρή κατάσταση που θεωρείται μυστήριο ή δοκιμασία στην πίστη.
(Μυστήριο του πόνου - αναφέρεται σε μια οδυνηρή κατάσταση που θεωρείται μυστήριο ή δοκιμασία στην πίστη.)
Η λέξη "sacramento" προέρχεται από το λατινικό "sacramentum," το οποίο σημαίνει "όρκος" ή "ιερό." Η έννοια εξελίχθηκε για να περιγράψει ιερά μυστήρια και τελετές.
Συνώνυμα: - Misticismo (μυστικισμός) - Ritual (τελετουργία)
Αντώνυμα: - Profano (κοσμικός, μη ιερός)