Ρήμα
/sakɾifiˈkaɾ/
Η λέξη "sacrificar" σημαίνει να θυσιάζει κανείς κάτι για να αποκτήσει κάτι άλλο ή να προσφέρει κάτι (συνήθως ζωής ή αγαθών) για έναν συγκεκριμένο σκοπό ή όφελος. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανικών σε θρησκευτικά, πολιτικά ή καθημερινά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παραδείγματα: 1. Es necesario sacrificar algunas cosas para lograr nuestros sueños. - Είναι απαραίτητο να θυσιάσουμε μερικά πράγματα για να πετύχουμε τα όνειρά μας.
Η λέξη "sacrificar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές φράσεις. Εδώ είναι μερικές:
Θυσιάζω τον ύπνο για την εργασία.
No estoy dispuesto a sacrificar mi felicidad por complacer a otros.
Δεν είμαι διατεθειμένος να θυσιάσω την ευτυχία μου για να ευχαριστήσω τους άλλους.
A veces hay que sacrificar el pasado para avanzar.
Μερικές φορές πρέπει να θυσιάσεις το παρελθόν για να προχωρήσεις.
Ella ha sacrificado mucho por el bienestar de su familia.
Αυτή έχει θυσιάσει πολλά για την ευημερία της οικογένειάς της.
Sacrificar la comodidad puede llevar a grandes logros.
Η λέξη "sacrificar" προέρχεται από το λατινικό "sacrificare", το οποίο αποτελείται από το "sacer" (ιερός) και "facere" (κάνω, πράττω). Σημαίνει την πράξη του να προσφέρεις κάτι ιερό για έναν θεό ή θεότητα.
Συνώνυμα: - Ofrecer (προσφέρω) - Renunciar (παραιτούμαι)
Αντώνυμα: - Recibir (λαμβάνω) - Aceptar (αποδέχομαι)