sacrilegio: ουσιαστικό
[sakɾiˈle.xjo]
Η λέξη sacrilegio αναφέρεται σε πράξη που προσβάλλει και βλάπτει κάτι ιερό ή θεϊκό, όπως θρησκευτικά αντικείμενα, τελετές ή πιστεύω. Χρησιμοποιείται κυρίως σε θρησκευτικά ή νομικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με περισσότερη προσέγγιση στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
El sacrilegio cometido por algunas sectas ha causado indignación en la comunidad religiosa.
(Η ιεροσυλία που διαπράχθηκε από κάποιες αιρέσεις έχει προκαλέσει αγανάκτηση στην θρησκευτική κοινότητα.)
Sería un sacrilegio romper la estatua sagrada en el templo.
(Θα ήταν ιεροσυλία να σπάσουν το ιερό άγαλμα στον ναό.)
Η λέξη sacrilegio χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την παραβίαση ιερών θεσμών ή προτύπων:
Cometer un sacrilegio: να διαπράττεις ιεροσυλία
Es un sacrilegio cometer un sacrilegio en un lugar sagrado.
(Είναι ιεροσυλία να διαπράξεις ιεροσυλία σε έναν ιερό τόπο.)
El sacrilegio de las palabras: η ιεροσυλία των λέξεων
El sacrilegio de las palabras maldijo la ceremonia.
(Η ιεροσυλία των βλασφημιών καταράστηκε την τελετή.)
Considerar un sacrilegio: να θεωρείς κάτι ιεροσυλία
Muchos consideran un sacrilegio abrir una Biblia en un lugar inapropiado.
(Πολλοί θεωρούν ιεροσυλία να ανοίγεις μια Βίβλο σε ακατάλληλο μέρος.)
Η λέξη sacrilegio προέρχεται από το λατινικό sacrilegium, που σημαίνει "κλοπή από το ιερό", συνδυάζοντας τις λέξεις sacer (ιερός) και legere (να κλέβεις/συλλέγεις).
Συνώνυμα: - βλασφημία - θρησκευτική ανυπακοή
Αντώνυμα: - ευλάβεια - σεβασμός
Αυτές οι πληροφορίες ελπίζω να είναι χρήσιμες για τη κατανόηση της λέξης "sacrilegio" στα Ισπανικά.