Η λέξη "sacristana" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή:
sakɾisˈtana
Μετάφραση:
Ελληνικά: σακριστάνα
Σημασία & Χρήση:
Η λέξη "sacristana" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στη γυναίκα που φροντίζει τη σακρισία (sacristía), δηλαδή τον χώρο όπου φυλάσσονται τα αντικείμενα λατρείας και όπου τελούνται οι λατρευτικές τελετές. Συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό παρά στον προφορικό λόγο.
Παραδειγματικές Προτάσεις:
La sacristana preparó el altar para la misa dominical. (Η σακριστάνα ετοίμασε τον πάγκο για την κυριακάτικη λειτουργία.)
Todos los domingos, la sacristana se encarga de mantener ordenada la sacristía. (Κάθε Κυριακή, η σακριστάνα φροντίζει να είναι τακτοποιημένη η σακρισία.)
Ετυμολογία:
Η λέξη "sacristana" προέρχεται από τον ισπανικό όρο "sacristía" που σημαίνει σακρισία.
Συνώνυμα & Αντώνυμα:
Συνώνυμα: ayudante de sacristía, sacristana auxiliar
Αντώνυμα: sacristán (για τον άνδρα που ασχολείται με τη σακρισία)