Η λέξη "sacro" στα Ισπανικά είναι επίθετο.
/sakɾo/
Η λέξη "sacro" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει ιερή ή άγια σημασία. Συχνά αναφέρεται σε ανατομικές δομές της ανθρώπινης σώματος, κυρίως τον ιερό οστέινο (sacro) που βρίσκεται στη βάση της σπονδυλικής στήλης. Χρησιμοποιείται σε ιατρικά και ανατομικά πλαίσια, καθώς και σε θρησκευτικά και φιλοσοφικά συμφραζόμενα.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "sacro" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή σε ακαδημαϊκά και ιατρικά κείμενα.
Το ιερό οστό βρίσκεται στη βάση της σπονδυλικής στήλης.
En muchas culturas, ciertas cosas son consideradas sacras.
Η λέξη "sacro" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις στα Ισπανικά:
Χρησιμοποιείται για να δείξει τη διαφορά μεταξύ ιερότητας και καθημερινότητας.
Hacer algo sagrado.
Αναφέρεται στο να δώσεις ιδιαίτερη σημασία ή αξία σε κάτι.
Sagrado corazón.
Σύνηθες θρησκευτικό σύμβολο στον χριστιανισμό.
Cosa sagrada.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μεγάλη σημασία ή αξία.
Pacto sagrado.
Η λέξη "sacro" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sacer", που σημαίνει "ιερός" ή "άγιος".
Συνώνυμα: - Santo (Άγιος) - Sagrado (Ιερός)
Αντώνυμα: - Profano (Κοσμικός) - Mundano (Κοσμικός, κοσμικά)
Με αυτή την ανάλυση, η λέξη "sacro" αποκαλύπτει την πλούσια ετυμολογία και τις διασυνδέσεις της με διάφορους τομείς της γλώσσας και του πολιτισμού.