Η λέξη "sagrado" είναι επίθετο.
/sɑˈɡɾaðo/
Η λέξη "sagrado" αναφέρεται σε κάτι που θεωρείται ιερό, περιφρουρημένο ή σεβαστό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει θρησκευτικά αντικείμενα, χώρους ή έννοιες. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητά της μπορεί να είναι υψηλότερη σε κείμενα που σχετίζονται με τη θρησκεία.
Ο ναός θεωρείται ιερός από τους πιστούς.
Los rituales sagrados son muy importantes en esta cultura.
Η λέξη "sagrado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Η Ιερή Καρδιά είναι μια σημαντική φιγούρα στον καθολικισμό."
Tierra sagrada
"Αυτός ο τόπος θεωρείται ιερή γη από τους ιθαγενείς."
Cosa sagrada
Η λέξη "sagrado" προέρχεται από το λατινικό "sacratum", το οποίο σημαίνει "ιερός" ή "αφιερωμένος". Συνδέεται στενά με την έννοια του σεβασμού και της ιερότητας.
Συνώνυμα: - ιερός (santo) - σεβαστός (respetado)
Αντώνυμα: - βλάσφημος (blasfemo) - κοσμικός (mundano)