sal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "sal" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/sal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και Χρήση στη Γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "sal" αναφέρεται σε έναν απλό αλλά βασικό χημικό σύνθετο, το νάτριο χλωρίδιο (NaCl), το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως καρύκευμα και συντηρητικό τροφίμων. Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση της λέξης είναι συχνή και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Es necesario añadir sal a la comida para realzar su sabor.
    Είναι απαραίτητο να προσθέσουμε αλάτι στο φαγητό για να ενισχύσουμε τη γεύση του.

  2. El mar tiene una concentración alta de sal.
    Η θάλασσα έχει υψηλή συγκέντρωση αλατιού.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "sal" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:

  1. Ser la sal de la vida
    Να είσαι το αλάτι της ζωής
    Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι ή κάποιον που προσθέτει αξία ή ενδιαφέρον στη ζωή.

  2. No hay sal sin un poco de agua
    Δεν υπάρχει αλάτι χωρίς λίγο νερό
    Δηλώνει ότι τα καλά πράγματα απαιτούν κάποιες θυσίες.

  3. Echar sal sobre la herida
    Να ρίχνεις αλάτι σε μια πληγή
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος επιδεινώνει μια ήδη δύσκολη κατάσταση.

Ετυμολογία

Η λέξη "sal" προέρχεται από τα λατινικά "sal" και έχει τις ρίζες της στην αρχαία ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, όπου η σημασία της παρέμεινε σταθερή ως αναφορά στο αλάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- cloruro de sodio (χλωριούχο νάτριο)
- sazonador (καρυκεύμα)

Αντώνυμα:
- agua (νερό) (σε κάποια συμφραζόμενα μπορεί να θεωρηθεί αντίθετο λόγω της διαφοράς φυσικής κατάστασης - ξηρός/υγρός).

Αυτές οι πληροφορίες για τη λέξη "sal" παρέχουν μια εις βάθος κατανόηση της σημασίας και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.



22-07-2024