Η λέξη "sal" είναι ουσιαστικό.
/sal/
Η λέξη "sal" αναφέρεται σε έναν απλό αλλά βασικό χημικό σύνθετο, το νάτριο χλωρίδιο (NaCl), το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως καρύκευμα και συντηρητικό τροφίμων. Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση της λέξης είναι συχνή και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Es necesario añadir sal a la comida para realzar su sabor.
Είναι απαραίτητο να προσθέσουμε αλάτι στο φαγητό για να ενισχύσουμε τη γεύση του.
El mar tiene una concentración alta de sal.
Η θάλασσα έχει υψηλή συγκέντρωση αλατιού.
Η λέξη "sal" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
Ser la sal de la vida
Να είσαι το αλάτι της ζωής
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι ή κάποιον που προσθέτει αξία ή ενδιαφέρον στη ζωή.
No hay sal sin un poco de agua
Δεν υπάρχει αλάτι χωρίς λίγο νερό
Δηλώνει ότι τα καλά πράγματα απαιτούν κάποιες θυσίες.
Echar sal sobre la herida
Να ρίχνεις αλάτι σε μια πληγή
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος επιδεινώνει μια ήδη δύσκολη κατάσταση.
Η λέξη "sal" προέρχεται από τα λατινικά "sal" και έχει τις ρίζες της στην αρχαία ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, όπου η σημασία της παρέμεινε σταθερή ως αναφορά στο αλάτι.
Συνώνυμα:
- cloruro de sodio (χλωριούχο νάτριο)
- sazonador (καρυκεύμα)
Αντώνυμα:
- agua (νερό) (σε κάποια συμφραζόμενα μπορεί να θεωρηθεί αντίθετο λόγω της διαφοράς φυσικής κατάστασης - ξηρός/υγρός).
Αυτές οι πληροφορίες για τη λέξη "sal" παρέχουν μια εις βάθος κατανόηση της σημασίας και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.