Η λέξη "sala" είναι ουσιαστικό.
[sá.la]
Η λέξη "sala" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά κυρίως για να αναφερθεί σε έναν εσωτερικό χώρο ή αίθουσα, συνήθως όπου γίνεται κάποια δραστηριότητα, συνάντηση ή κοινωνική εκδήλωση. Η χρήση της είναι συχνή και παρατηρείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Συχνά αναφέρεται σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, όπως αίθουσες συσκέψεων, σαλόνια, ή αίθουσες εκδηλώσεων.
Η αίθουσα συνεδριάσεων είναι γεμάτη κόσμο.
En mi casa tengo una sala muy acogedora.
Στο σπίτι μου έχω ένα πολύ φιλόξενο σαλόνι.
La sala de cine estará abierta toda la noche.
Η λέξη "sala" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Βρίσκομαι στην αίθουσα αναμονής.
Dar un buen espectáculo en la sala.
Να δώσεις μια καλή παράσταση στην αίθουσα.
La sala de emergencias.
Η αίθουσα έκτακτης ανάγκης.
No me dejes en la sala de operaciones.
Μην με αφήσεις στην αίθουσα επιχειρήσεων.
Ir a sala llena.
Να πάω σε γεμάτη αίθουσα.
Llenar la sala de risas.
Να γεμίσεις την αίθουσα με γέλια.
Estar en la sala de clases.
Να βρίσκομαι στην αίθουσα διδασκαλίας.
Hacer sala.
Η λέξη "sala" έχει ρίζες στο λατινικό "sala", το οποίο σήμαινε "αίθουσα" ή "μουσική αίθουσα".
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "sala" σε διάφορες πτυχές της χρήσης και της σημασίας της στην ισπανική γλώσσα.