Salado είναι επίθετο στα ισπανικά.
/saˈlaðo/
Η λέξη "salado" σημαίνει "αλμυρός" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει φαγητά ή ποτά που περιέχουν αλάτι ή έχουν αλμυρή γεύση. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της γαστρονομίας, αλλά και σε άλλους τομείς όπως η ιατρική για να περιγράψει αλμυρές λύσεις.
Η χρήση της λέξης "salado" είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί σε προφορική και γραπτή μορφή, με μικρή προτίμηση στον προφορικό λόγο, όπως συζητήσεις σχετικά με τροφές και γεύσεις.
Η λέξη "salado" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Η λέξη "salado" προέρχεται από τη λατινική λέξη "salatus," που σημαίνει "αλατισμένος," και σχετίζεται άμεσα με τη λέξη "sal" που σημαίνει "αλάτι."
Συνώνυμα: - Agridulce (γλυκόξυνο, μπορεί να έχει κάποιες αλμυρές νότες) - Picante (πικάντικος, αν και αυτό δεν είναι αυστηρός σύντροφος)
Αντώνυμα: - Dulce (γλυκό) - Soso (άγευστος/χωρίς γεύση)