Το "salar" είναι ρήμα.
/salaɾ/
Η λέξη "salar" αναφέρεται κυρίως σε μεγάλες εκτάσεις γης που είναι καλυμμένες με άλμη ή πυκνό αλάτι. Συνήθως εννοεί φυσικές δομές όπως οι αλμυρές λίμνες ή οι αλμυρές πεδιάδες που βρίσκονται σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, όπως το Salar de Uyuni στην Βολιβία. Στη γλώσσα της Ισπανίας χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γεωγραφικό πλαίσιο. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένα γεωλογικά ή περιβαλλοντικά φαινόμενα.
El Salar de Uyuni es el mayor salar del mundo.
(Η αλμυρή λίμνη του Ουγιούνη είναι η μεγαλύτερη αλμυρή λίμνη στον κόσμο.)
En el salar, el sol brilla intensamente durante el día.
(Στην αλμυρή γη, ο ήλιος λάμπει έντονα κατά τη διάρκεια της ημέρας.)
Η λέξη "salar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει διεύρυνση της έννοιας της λέξης σε πολιτισμικά ή περιβαλλοντικά συμφραζόμενα.
"Estar como en el salar" - να είσαι έξω από το νερό, σε μια αίσθηση απομόνωσης. (Να είσαι σαν να βρίσκεσαι στην αλμυρή γη.)
"Bajo el sol del salar" - να εργάζεσαι σκληρά, υπό πολύ ζέστη. (Κάτω από τον ήλιο της αλμυρής γης.)
Η λέξη "salar" προέρχεται από το λατινικό "salarius", που σχετίζεται με το "sal", που σημαίνει αλάτι. Η χρήση του σχετίζεται με τις γεωλογικές ή φυσικές συνθήκες όπου το αλάτι κυριαρχεί.
Συνώνυμα: - Salina (αλμυρίδα) - Pantano salado (αλμυρό βάλτο)
Αντώνυμα: - Tierra fértil (γόνιμη γη) - Tierra húmeda (υγρή γη)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν τη λέξη "salar" και τη χρήση της στον Ισπανικό λόγο.