salarial - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

salarial (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "salarial" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/falaˈɾjal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "salarial" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τους μισθούς ή τη μισθολογική πολιτική. Στη γλώσσα των οικονομικών, η "salarial" είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, κυρίως στα γραπτά κείμενα. Η χρήση της επικεντρώνεται σε ζητήματα που αφορούν τη μισθοδοσία, τη μισθολογική πολιτική και τις οικονομικές σχέσεις στην αγορά εργασίας.

Παραδείγματα

  1. El aumento salarial fue bien recibido por los empleados.
    (Η αύξηση του μισθού έγινε καλά δεκτή από τους υπαλλήλους.)

  2. Las negociaciones salariales son fundamentales para mejorar las condiciones laborales.
    (Οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις είναι θεμελιώδεις για να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "salarial" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με εκφράσεις που εστιάζουν σε μισθολογικές πτυχές:

  1. La brecha salarial entre hombres y mujeres sigue siendo un problema.
    (Η μισθολογική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένει πρόβλημα.)

  2. Un sueldo salarial justo es esencial para la motivación de los trabajadores.
    (Ένας δίκαιος μισθός είναι απαραίτητος για την κινητοποίηση των εργαζομένων.)

  3. La política salarial de la compañía ha cambiado este año.
    (Η μισθολογική πολιτική της εταιρείας έχει αλλάξει αυτό το έτος.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "salarial" προέρχεται από τη λατινική λέξη "salarium", που σχετίζεται με τον μισθό ως την πληρωμή που δίνεται σε εργάτες, ειδικά αυτούς που δουλεύουν στον τομέα της εξόρυξης ή άλλων βιομηχανιών.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - μισθολογικός - απολαβές

Αντώνυμα: - μη μισθολογικός - δωρεάν (σε πλαίσιο εργασίας)



23-07-2024