salario - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

salario (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "salario" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/sɑˈlaɾio/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "salario" αναφέρεται στο ποσό χρημάτων που πληρώνεται σε έναν εργαζόμενο για τις υπηρεσίες που παρέχει, συνήθως σε μηνιαία ή εβδομαδιαία βάση. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και οικονομικά συμφραζόμενα, και έχει υψηλή συχνότητα χρήσης, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El salario mínimo en España ha aumentado este año.
  2. Ο κατώτατος μισθός στην Ισπανία έχει αυξηθεί φέτος.

  3. Muchos trabajadores luchan por un mejor salario.

  4. Πολλοί εργαζόμενοι αγωνίζονται για καλύτερο μισθό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "salario" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. No hay salario que compense el estrés.
  2. Κανένας μισθός δεν μπορεί να αντισταθμίσει το άγχος.

  3. El salario emocional es tan importante como el dinero.

  4. Η συναισθηματική αμοιβή είναι εξίσου σημαντική με το χρήμα.

  5. Aumentar el salario es una cuestión de justicia laboral.

  6. Η αύξηση του μισθού είναι ζήτημα εργασιακής δικαιοσύνης.

  7. Con el salario que tengo, es difícil llegar a fin de mes.

  8. Με τον μισθό που έχω, είναι δύσκολο να τα βγάλω πέρα μέχρι το τέλος του μήνα.

  9. El salario depende de la experiencia y las habilidades del trabajador.

  10. Ο μισθός εξαρτάται από την εμπειρία και τις ικανότητες του εργαζομένου.

  11. Es importante negociar el salario antes de aceptar un trabajo.

  12. Είναι σημαντικό να διαπραγματευτείς τον μισθό πριν αποδεχθείς μια δουλειά.

Ετυμολογία

Η λέξη "salario" προέρχεται από το λατινικό "salarium", το οποίο αρχικά αναφερόταν στην αμοιβή που πληρωνόταν στους Ρωμαίους στρατιώτες για την προμήθεια αλατιού (sal), το οποίο ήταν πολύτιμο τότε.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - remuneración (αμοιβή) - sueldo (μισθός)

Αντώνυμα: - desempleo (ανεργία) - deuda (χρέος)



22-07-2024