Το "salario" είναι ουσιαστικό.
/sɑˈlaɾio/
Η λέξη "salario" αναφέρεται στο ποσό χρημάτων που πληρώνεται σε έναν εργαζόμενο για τις υπηρεσίες που παρέχει, συνήθως σε μηνιαία ή εβδομαδιαία βάση. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και οικονομικά συμφραζόμενα, και έχει υψηλή συχνότητα χρήσης, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Ο κατώτατος μισθός στην Ισπανία έχει αυξηθεί φέτος.
Muchos trabajadores luchan por un mejor salario.
Η λέξη "salario" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Κανένας μισθός δεν μπορεί να αντισταθμίσει το άγχος.
El salario emocional es tan importante como el dinero.
Η συναισθηματική αμοιβή είναι εξίσου σημαντική με το χρήμα.
Aumentar el salario es una cuestión de justicia laboral.
Η αύξηση του μισθού είναι ζήτημα εργασιακής δικαιοσύνης.
Con el salario que tengo, es difícil llegar a fin de mes.
Με τον μισθό που έχω, είναι δύσκολο να τα βγάλω πέρα μέχρι το τέλος του μήνα.
El salario depende de la experiencia y las habilidades del trabajador.
Ο μισθός εξαρτάται από την εμπειρία και τις ικανότητες του εργαζομένου.
Es importante negociar el salario antes de aceptar un trabajo.
Η λέξη "salario" προέρχεται από το λατινικό "salarium", το οποίο αρχικά αναφερόταν στην αμοιβή που πληρωνόταν στους Ρωμαίους στρατιώτες για την προμήθεια αλατιού (sal), το οποίο ήταν πολύτιμο τότε.
Συνώνυμα: - remuneración (αμοιβή) - sueldo (μισθός)
Αντώνυμα: - desempleo (ανεργία) - deuda (χρέος)