Η λέξη "salchicha" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /salˈtʃit͡ʃa/
Η λέξη "salchicha" αναφέρεται κυρίως σε προϊόντα κρέατος, όπως λουκάνικα που παρασκευάζονται από κιμά. Συνήθως χρησιμοποιείται σε μαγειρικές συνταγές και στην καθημερινή ομιλία στην Ισπανική γλώσσα. Είναι μια κοινή λέξη και συναντάται με μεγάλη συχνότητα τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Voy a comprar salchicha para hacer un desayuno delicioso.
(Θα αγοράσω λουκάνικο για να φτιάξω ένα νόστιμο πρωινό.)
La salchicha es un ingrediente popular en muchas recetas.
(Το λουκάνικο είναι ένα δημοφιλές συστατικό σε πολλές συνταγές.)
Η λέξη "salchicha" χρησιμοποιείται μερικές φορές σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Tener una salchicha en el fuego.
(Έχω ένα λουκάνικο στο τηγάνι.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει κάτι σε διαδικασία ή σχεδιάζει να ολοκληρώσει μια εργασία.
No te preocupes, es solo una salchicha.
(Μη σε ανησυχεί, είναι μόνο ένα λουκάνικο.)
Χρησιμοποιείται για να καθησυχάσει κάποιον ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Eres una salchicha, siempre te quejas de todo.
(Είσαι ένα λουκάνικο, πάντα παραπονιέσαι για όλα.)
Χρησιμοποιείται χιουμοριστικά για κάποιον που γονάτισε ή παραπονιέται συχνά.
Η λέξη "salchicha" προέρχεται από την Λατινική λέξη "salsicia", η οποία σχετίζεται με το "salsa", που σημαίνει σάλτσα ή αλμυρό. Σημαίνει αρχικά «αλμυρό κρέας».
Συνώνυμα: - Chorizo (σε πολλές χώρες ισπανοφωνίας) - Longaniza (σε κάποιες περιοχές)
Αντώνυμα: - Carne (κρέας, γενικά) - Verdura (λαχανικά, συγκεκριμένα μη κρεατικά προϊόντα)