Η λέξη saldar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [salˈðar]
Η λέξη saldar μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - αποπληρώνω - εξοφλώ - ισοσταθμίζω (σε κάποιες περιπτώσεις)
Η λέξη saldar χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την πράξη της αποπληρωμής χρεών ή υποχρεώσεων. Στα οικονομικά, αναφέρεται στη διαδικασία εκκαθάρισης ή εξόφλησης ενός χρέους ή μίας υποχρέωσης.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, με επίκεντρο κυρίως γραπτό λόγο αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό, ειδικά σε οικονομικά και νομικά πλαίσια.
Είναι απαραίτητο να εξοφληθούν όλα τα χρέη πριν το τέλος της χρονιάς.
El banco me pidió que salde el préstamo lo antes posible.
Η λέξη saldar μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αποπληρωμή ή την εκκαθάριση χρεών.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αποπληρωμή χρεών ή την εκκαθάριση υποχρεώσεων.
Saldar viejas deudas.
Αναφέρεται στην ιδέα να τακτοποιήσει κανείς εκκρεμότητες.
Es el momento de saldar las cuentas pendientes.
Χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανάγκη διακανονισμού ανοιχτών λογαριασμών.
Saldar el saldo.
Χρησιμοποιείται σε οικονομικά συμφραζόμενα όταν αναφερόμαστε στην εξόφληση ενός υπολοίπου.
No puedes seguir así, necesitas saldar esas deudas.
Η λέξη saldar προέρχεται από την ισπανική λέξη saldar, η οποία είναι παράγωγο του saldo, που σημαίνει "υπόλοιπο" ή "ισορροπία". Στο νομικό και οικονομικό πλαίσιο, η λέξη χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στη διαδικασία αποζημίωσης υποχρεώσεων.
Αυτή η παρουσίαση της λέξης saldar δίνει μια σαφή εικόνα του πώς χρησιμοποιείται στα ισπανικά, τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, περικλείοντας την εννοιολογική της στήριξη στους τομείς των οικονομικών και του δικαίου.