Η λέξη "saldo" είναι ουσιαστικό.
/saldo/
Η λέξη "saldo" αναφέρεται στο υπόλοιπο ή το ισοζύγιο μιας οικονομικής ή χρηματοοικονομικής κατάστασης, όπως για παράδειγμα, το υπόλοιπο ενός τραπεζικού λογαριασμού ή το ισοζύγιο μιας επιχείρησης. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των οικονομικών και των χρηματοοικονομικών, καθώς και σε νομικές ή οικονομικές συμφωνίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο έντονη σε γραπτό πλαίσιο, όπως οικονομικές αναφορές και κείμενα.
El saldo de mi cuenta bancaria es positivo.
Το υπόλοιπο του τραπεζικού μου λογαριασμού είναι θετικό.
Necesitamos revisar el saldo de la empresa antes de hacer nuevas inversiones.
Πρέπει να επανεξετάσουμε το υπόλοιπο της επιχείρησης πριν κάνουμε νέες επενδύσεις.
Η λέξη "saldo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με οικονομικές καταστάσεις:
Saldar cuentas
Necesitamos saldar cuentas antes de fin de mes.
Πρέπει να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς πριν το τέλος του μήνα.
Tener saldo negativo
Mi cuenta tiene saldo negativo, así que no puedo realizar más compras.
Ο λογαριασμός μου έχει αρνητικό υπόλοιπο, οπότε δεν μπορώ να κάνω περισσότερες αγορές.
Mantener un saldo saludable
Es importante mantener un saldo saludable en tu cuenta de ahorros.
Είναι σημαντικό να διατηρείτε ένα υγιές υπόλοιπο στον λογαριασμό αποταμίευσής σας.
Dar saldo a una deuda
Esperamos dar saldo a esta deuda en los próximos meses.
Ελπίζουμε να εξοφλήσουμε αυτό το χρέος τους προσεχείς μήνες.
Η λέξη "saldo" προέρχεται από το λατινικό "saldo", που σημαίνει "ισοσκελισμένος" ή "υπολοιπόμενος". Στην πορεία της χρήσης της, σχετίστηκε με οικονομικά και λογιστικά συμφραζόμενα.
Συνώνυμα: - balance (ισοζύγιο) - remanente (υπόλοιπο)
Αντώνυμα: - déficit (έλλειμμα) - deuda (χρέος)