saldo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

saldo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "saldo" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/saldo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "saldo" αναφέρεται στο υπόλοιπο ή το ισοζύγιο μιας οικονομικής ή χρηματοοικονομικής κατάστασης, όπως για παράδειγμα, το υπόλοιπο ενός τραπεζικού λογαριασμού ή το ισοζύγιο μιας επιχείρησης. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των οικονομικών και των χρηματοοικονομικών, καθώς και σε νομικές ή οικονομικές συμφωνίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο έντονη σε γραπτό πλαίσιο, όπως οικονομικές αναφορές και κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El saldo de mi cuenta bancaria es positivo.
    Το υπόλοιπο του τραπεζικού μου λογαριασμού είναι θετικό.

  2. Necesitamos revisar el saldo de la empresa antes de hacer nuevas inversiones.
    Πρέπει να επανεξετάσουμε το υπόλοιπο της επιχείρησης πριν κάνουμε νέες επενδύσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "saldo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με οικονομικές καταστάσεις:

  1. Saldar cuentas
    Necesitamos saldar cuentas antes de fin de mes.
    Πρέπει να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς πριν το τέλος του μήνα.

  2. Tener saldo negativo
    Mi cuenta tiene saldo negativo, así que no puedo realizar más compras.
    Ο λογαριασμός μου έχει αρνητικό υπόλοιπο, οπότε δεν μπορώ να κάνω περισσότερες αγορές.

  3. Mantener un saldo saludable
    Es importante mantener un saldo saludable en tu cuenta de ahorros.
    Είναι σημαντικό να διατηρείτε ένα υγιές υπόλοιπο στον λογαριασμό αποταμίευσής σας.

  4. Dar saldo a una deuda
    Esperamos dar saldo a esta deuda en los próximos meses.
    Ελπίζουμε να εξοφλήσουμε αυτό το χρέος τους προσεχείς μήνες.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "saldo" προέρχεται από το λατινικό "saldo", που σημαίνει "ισοσκελισμένος" ή "υπολοιπόμενος". Στην πορεία της χρήσης της, σχετίστηκε με οικονομικά και λογιστικά συμφραζόμενα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - balance (ισοζύγιο) - remanente (υπόλοιπο)

Αντώνυμα: - déficit (έλλειμμα) - deuda (χρέος)



22-07-2024