Saliente είναι ένα επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [saˈljente]
Η λέξη saliente αναφέρεται σε κάτι που προεξέχει, είναι προεξέχον ή είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αντικείμενα, ιδέες ή ανθρώπους που διακρίνονται από το σύνολο. Στην ισπανική γλώσσα, έχει μια ευρεία χρήση και μπορεί να συναντηθεί σε πολλές περιστάσεις, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο μορφές λόγου, αλλά ενδέχεται να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά και επίσημα κείμενα, ιδιαίτερα σε πλαίσια που αφορούν τη γεωμετρία ή τις επιστήμες.
Το προεξέχον βουνό είναι ιδανικό μέρος για πεζοπορία.
Su trabajo ha sido saliente en la investigación científica.
Η λέξη saliente συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με την αναγνώριση ή την αύξηση του κύρους.
Να είσαι ο προεξέχων του συγκροτήματος.
Se notó su saliente carácter en la reunión.
Ήταν προφανής ο εξέχων χαρακτήρας του στη συνάντηση.
Tienes que ser saliente para destacar en ese campo.
Πρέπει να είσαι προεξέχων για να ξεχωρίσεις σε αυτό το πεδίο.
Su saliente personalidad atrae a muchas personas.
Η λέξη saliente προέρχεται από το ρήμα salir, το οποίο σημαίνει "να βγαίνω" ή "να προεξέχω". Το επίθετο δημιουργείται από το συμμετοχικό του ρήματος και φέρει την έννοια της εξόδου ή της προεξοχής.
Συνώνυμα: - sobresaliente - prominente - notable
Αντώνυμα: - hundido - sumergido - imperceptible