salir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

salir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "salir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[saˈliɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "salir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την πράξη του να βγαίνεις από έναν χώρο ή να αποχωρείς από μια κατάσταση. Είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο ρήμα που μπορεί να αναφέρεται στην απομάκρυνση από ένα φυσικό χώρο ή να δηλώνει την έξοδο σε ένα κοινωνικό ή ψυχαγωγικό πλαίσιο. Η χρήση του είναι συχνή και στις προφορικές και στις γραπτές καταστάσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Voy a salir con mis amigos esta noche.
  2. Θα βγω με τους φίλους μου αυτή τη νύχτα.

  3. Es mejor salir temprano para evitar el tráfico.

  4. Είναι καλύτερα να φύγεις νωρίς για να αποφύγεις τη κίνηση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "salir" χρησιμοποιείται σε πολλές ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Salir a flote
  2. Σημαίνει "να επιπλεύσεις" ή να ξεπεράσεις μια δύσκολη κατάσταση.
  3. A pesar de los problemas, siempre logra salir a flote.
  4. Παρά τον καταιγισμό προβλημάτων, πάντα καταφέρνει να επιπλεύσει.

  5. Salir de la rutina

  6. Σημαίνει "να σπάσεις την ρουτίνα".
  7. Necesito salir de la rutina y hacer algo diferente.
  8. Χρειάζομαι να σπάσω την ρουτίνα και να κάνω κάτι διαφορετικό.

  9. Salir con alguien

  10. Σημαίνει "να βγαίνεις με κάποιον" (ρομαντικά).
  11. Ella está saliendo con un chico muy interesante.
  12. Αυτή έχει σχέση με ένα πολύ ενδιαφέρον αγόρι.

  13. Salir corriendo

  14. Σημαίνει "να τρέξεις να φύγεις".
  15. Cuando escuchó el ruido, salió corriendo de la casa.
  16. Όταν άκουσε τον θόρυβο, έτρεξε να φύγει από το σπίτι.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "salir" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "salire", που σημαίνει "πηδάω" ή "βγαίνω". Τη σημασία αυτή τη διατήρησε κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της γλώσσας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - abandonar (να εγκαταλείψω) - salir de (να φύγω από)

Αντώνυμα: - entrar (να μπω) - permanecer (να παραμείνω)



22-07-2024