Το "salir" είναι ρήμα.
[saˈliɾ]
Η λέξη "salir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την πράξη του να βγαίνεις από έναν χώρο ή να αποχωρείς από μια κατάσταση. Είναι ένα συχνά χρησιμοποιούμενο ρήμα που μπορεί να αναφέρεται στην απομάκρυνση από ένα φυσικό χώρο ή να δηλώνει την έξοδο σε ένα κοινωνικό ή ψυχαγωγικό πλαίσιο. Η χρήση του είναι συχνή και στις προφορικές και στις γραπτές καταστάσεις.
Θα βγω με τους φίλους μου αυτή τη νύχτα.
Es mejor salir temprano para evitar el tráfico.
Η λέξη "salir" χρησιμοποιείται σε πολλές ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Παρά τον καταιγισμό προβλημάτων, πάντα καταφέρνει να επιπλεύσει.
Salir de la rutina
Χρειάζομαι να σπάσω την ρουτίνα και να κάνω κάτι διαφορετικό.
Salir con alguien
Αυτή έχει σχέση με ένα πολύ ενδιαφέρον αγόρι.
Salir corriendo
Η λέξη "salir" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "salire", που σημαίνει "πηδάω" ή "βγαίνω". Τη σημασία αυτή τη διατήρησε κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της γλώσσας.
Συνώνυμα: - abandonar (να εγκαταλείψω) - salir de (να φύγω από)
Αντώνυμα: - entrar (να μπω) - permanecer (να παραμείνω)