Το "salirse" είναι ένα ρήμα.
/salirse/
Το "salirse" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει "να φύγεις" ή "να βγεις". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια του να απομακρυνθείς από ένα μέρος ή μια κατάσταση. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά και έξω από γραπτά κείμενα. Είναι πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούν αυτό το ρήμα για να περιγράψουν την απομάκρυνση από μια κατάσταση ή το χώρο.
Θα βγω από τη συνάντηση για να πάρω λίγο αέρα.
No quiero salirse del camino que hemos trazado.
Το "salirse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Να βγει με αυτό που θέλει.
Salirse del tiesto.
Να βγεις από το γλάστρα.
Salirse del carril.
Να βγει από τη διαδρομή.
Salirse de control.
Η λέξη "salirse" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "salire," που σημαίνει "να πηδήξεις" ή "να βγεις."
Συνώνυμα: - salir - escapar - retirarse
Αντώνυμα: - entrar - ingresar - quedar
Με αυτές τις πληροφορίες, ελπίζω να έχετε μια καλή κατανόηση της λέξης "salirse."