Salitre είναι ουσιαστικό (noun).
/saˈlitɾe/
Η λέξη salitre αναφέρεται σε οποιοδήποτε άλας που περιέχει νάτριο, αλλά συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει το νιτρικό νάτριο (NaNO₃) ή τα φυσικά μείγματα αλάτων που βρίσκονται σε περιοχές με πολύ ξηρό κλίμα. Στον τομέα της ιατρικής, μπορεί να αναφέρεται σε ενώσεις που χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις απολύμανσης ή άλλες θεραπευτικές εφαρμογές.
Ο όρος χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και μπορεί να συναντηθεί σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά πιο συνηθισμένα στο γραπτό λόγο, ιδίως σε επιστημονικά κείμενα ή στην περιγραφή φυσικών φαινομένων.
Το salitre δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά αναφέρει την χρήση του σε διάφορες περιπτώσεις:
Η λέξη προέρχεται από το Λατινικό "sal nitrum", το οποίο σημαίνει "αλάτι του νατρίου".
Συνώνυμα: - Nitrato de sodio (νιτρικό νάτριο) - Sal de piter (αλάτι του πύριου)
Αντώνυμα: - Agua (νερό) - σε περιβάλλοντα που η υγρασία είναι υπερβολική. - Tierra húmeda (υγρή γη) - σε σχέση με το περιβάλλον διαβίωσης.